- φωτισμός
- ο1) освещение; 2) см. φώτισμα 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτισμός — illumination masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτισμός — ο, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός νεοελλ. 1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά 2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός … Dictionary of Greek
φωτισμός — ο 1. η πράξη, το μέσο και ο τρόπος του να φωτίζει κάποιος. 2. (φυσ.), η ποσότητα φωτός, που δέχεται στο δευτερόλεπτο η μονάδα της επιφάνειας. 3. το πνευματικό φώτισμα που γίνεται με τη βάφτιση, το βάφτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτισμοῖς — φωτισμός illumination masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτισμοί — φωτισμός illumination masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτισμοῦ — φωτισμός illumination masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτισμούς — φωτισμός illumination masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτισμῶν — φωτισμός illumination masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτισμῷ — φωτισμός illumination masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτισμόν — φωτισμός illumination masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek